- οφειλέτης
- débiteur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὀφειλέτης — debtor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφειλέτης — ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, ιδος) 1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῑς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό νεοελλ. (νομ.) το ένα από τα… … Dictionary of Greek
οφειλέτης — ο αυτός που χρωστά, συνήθως χρήματα, αλλ. χρεώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀφειλέται — ὀφειλέτης debtor masc nom/voc pl ὀφειλέτᾱͅ , ὀφειλέτης debtor masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλετῶν — ὀφειλέτης debtor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλέταις — ὀφειλέτης debtor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλέτιδα — ὀφειλέτης debtor fem acc sg ὀφειλέτις debtor fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλέτις — ὀφειλέτης debtor fem nom sg ὀφειλέτις debtor fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλέτου — ὀφειλέτης debtor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλέτῃ — ὀφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek